- υπατεία
- Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν από τη συνέλευση του λαού, ο δε διορισμός τους είχε πάντα την έγκριση της Συγκλήτου. Η σύγκρουση που προκλήθηκε τον 5o π.Χ. αι. ανάμεσα στους πληβείους και τους πατρικίους, παραλίγο να προκαλέσει την εξαφάνιση του θεσμού. Για να μην υποχωρήσουν οι πατρίκιοι στην αξίωση των πληβείων να συμμετέχουν στο αξίωμα, κατάργησαν το θεσμό αυτό, ο οποίος όμως τελικά αποκαταστάθηκε με νόμο του Κανουληίου, που καθιέρωσε τους υπατικούς χιλίαρχους (445 π.Χ.). Με το νόμο αυτό μπορούσαν θεωρητικά οι ύπατοι να προέρχονται από την τάξη των πληβείων. Ο Λικίνειος νόμος του 376 π.Χ. πρότεινε την επαναφορά της υ., με υποχρεωτική συμμετοχή ενός πλήβειου και ενός πατρικίου. Ο νόμος αυτός καθιέρωνε τρεις πραίτορες, από τους οποίους οι δύο ήταν ανώτεροι και ο ένας κατώτερος. Από το 342 π.Χ. και οι δυο ύπατοι μπορούσαν να είναι πληβείοι, ο σχετικός όμως νόμος εφαρμόστηκε μόνο από το 272 π.Χ. Με δημοψήφισμα του ίδιου χρόνου απαγορεύτηκε η επανεκλογή στην υ. πριν περάσουν δέκα χρόνια. Την εποχή που η Ρωμαϊκή δημοκρατία έφτασε στο απόγειο της δόξας της, η υ. ήταν η μεγαλύτερη αρχή και βρισκόταν στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας. Οι ύπατοι εκλέγονταν από τη «λοχίτιδα εκκλησία» και αναλάμβαναν την εξουσία την 1η Ιουλίου. Οι δικαιοδοσίες τους ήταν μεγάλες, γι’ αυτό και ήταν για ένα έτος οι πραγματικοί αρχηγοί του ρωμαϊκού κράτους και επιπλέον επώνυμοι άρχοντες. Κατείχαν πάντοτε την πολιτική εκτελεστική εξουσία, αφού ήταν υπεύθυνοι για την εκτέλεση των αποφάσεων της Συγκλήτου και του λαού, προέδρευαν στη Σύγκλητο και την εκκλησία του λαού και υπέβαλλαν σ’ αυτήν νόμους προς ψήφιση. Η απόλυτη όμως εξουσία των ύπατων περιοριζόταν από διάφορους παράγοντες δικαστικής, πρακτικής ή θρησκευτικής φύσης, όπως ήταν το veto των χιλίαρχων κ.ά. Στη διάρκεια της απουσίας των ύπατων, τους αντικαθιστούσαν ο «πολιάρχης» ή ο μεσοβασιλέας, με απόφαση της Συγκλήτου. Από τους παλιούς ύπατους προέρχονταν οι τιμητές. Ως θεσμός, η υ. δέχτηκε ισχυρά πλήγματα και κυρίως στο τέλος του 2ου αι. π.Χ., όταν ο Μάριος, περιφρονώντας τους νόμους, εκλέχτηκε πολλές φορές ύπατος. Ο Σύλλας πάλι αφαίρεσε από τους ύπατους την αρχηγία του στρατού και τους υποχρέωσε να περιοριστούν μόνο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Στους χρόνους της αυτοκρατορίας ο θεσμός της υ. στερήθηκε ουσιαστικού περιεχόμενου, με τον βαθμιαίο περιορισμό των δικαιωμάτων των ύπατων. Το αξίωμα των ύπατων καταργήθηκε ανάμεσα στα έτη 476 και 480 μ.Χ. και αντικαταστάθηκε από την επίτιμη υ., αξίωμα που είχε καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Ο τίτλος της υ. καταργήθηκε τελείως όταν η αυτοκρατορία έγινε ελληνική.
* * *η / ὑπατεία, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὑπατία Α [ὕπατος (II)](στην αρχ. Ρώμη) το αξίωμα ή η εξουσία τού υπάτου (α. «η υπατεία τού Κικέρωνος» β. «κληρονόμος ύπατείας μηδὲν αὐτῷ προσηκούσης», Πλούτ.)νεοελλ.1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διετέλεσε κανείς ύπατος2. ανώτατη εξουσία στην Γαλλία, που διαδέχθηκε το διευθυντήριο μετά την Επανάσταση τού 1799μσν.-αρχ.νομίσματα που έριχναν οι Ρωμαίοι ύπατοι στον λαό κατά την εγκατάστασή τους στο υπατικό αξίωμα, καθώς και βασιλείς τού Βυζαντίου κατά τη στέψη τους ή μέλη τής αυτοκρατορικής οικογένειας κατά την απονομή σε αυτούς τού τίτλου τών επιφανεστάτωναρχ.ανθυπατεία.
Dictionary of Greek. 2013.